φυτοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές ουσίες 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυτοφάγος άτομο που τρέφεται κυρίως με λαχανικά και χορταρικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυτοφάγα ζωολ. α) ζώα τα οποία τρέφονται κυρίως … Dictionary of Greek
φυτοφαγώ — Ν είμαι φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτοφάγος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1890 στον Χ. Βουλαλή] … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek
σπερμοβόρος — ον, Α φυτοφάγος, αυτός που τρέφεται με σιτηρά και όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + βόρος (< βορά), πρβλ. σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
φυλλοτρώξ — ῶγος, ὁ, Α αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
φυτοφάγα — (I) η, Ν ζωολ. άλλη ονομασία τού γένους μαγετιόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytophaga]. (II) τα, Ν ζωολ. βλ. φυτοφάγος … Dictionary of Greek
ιουράσιο — Η μεσαία από τις τρεις διαπλάσεις στρωμάτων στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων. Ονομάζεται και ιουρασική διάπλαση. Η ονομασία της προέρχεται από το ορεινό συγκρότημα του Ιούρα της νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, στην… … Dictionary of Greek